- συγκλίτης
- ὁ, Ααυτός που συντρώγει σε συμπόσιο μαζί με άλλον ή με άλλους, συνδαιτημόνας.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -κλίτης (< θ. κλι- τού κλίνω + κατάλ. -της), πρβλ. παρα-κλίτης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συγκλίτης — one who lies with masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκλιτῶν — συγκλίτης one who lies with masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκλίτῃ — συγκλίτης one who lies with masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)